Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Ένα σαλιγκάρι που έχει πολλά να μας πει


            Μια και η κουβέντα στα σχόλια της προηγούμενης ανάρτησης μάς πήγε στα παραμύθια και στην παραμυθία που αυτά μπορούν να προσφέρουν, ας γνωριστούμε  σήμερα με ένα από αυτά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και που ανήκει σ’ αυτή την αξιοθαύμαστη κατηγορία που διαβάζεται από μικρούς και συγκινεί και μεγάλους.
            Πρόκειται για το 
«Η ιστορία ενός σαλιγκαριού 
που ανακάλυψε τη σημασία της βαρύτητας», 
του χιλιανού Luis Sepùlveda, μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη και εξαιρετική εικονογράφηση Ειρήνης Ελευθεριάδη.

            Αλληγορία, βέβαια, αλληγορία που δε χρειάζεται και φοβερές γνώσεις αποκωδικοποίησης χωρίς παράλληλα να είναι και απλοϊκή.
Να πώς αρχίζει:
            « Σ’ ένα λιβάδι κοντά στο σπίτι σου ή στο σπίτι μου, ζούσε μια αποικία σαλιγκαριών που δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία πως ο τόπος τους ήταν ο καλύτερος. Κανένα απ’ αυτά δεν είχε ταξιδέψει ως την άκρη του λιβαδιού, πόσο μάλλον ως τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που άρχιζε ακριβώς στο σημείο όπου φύτρωνε το τελευταίο χορτάρι. Κι αφού δεν είχαν ταξιδέψει, δεν μπορούσαν να συγκρίνουν, οπότε αγνοούσαν ότι για τους σκίουρους ο καλύτερος τόπος ήταν τα ψηλότερα  κλαδιά της οξιάς, ενώ, για τις μέλισσες, οι ξύλινες κυψέλες που ήταν αραδιασμένες στην άλλη άκρη του λιβαδιού. Δεν μπορούσαν να συγκρίνουν, ούτε τα ένοιαζε, γιατί εκείνο το λιβάδι όπου, ποτισμένο απ’ τις βροχές, φούντωνε το λιονταρόδοντο, ήταν ο καλύτερος τόπος για να ζήσεις.»
            Έλα όμως που, ως συνήθως, σε κάθε κοινωνία σαλιγκαριών πάντα υπάρχει και ένα ανήσυχο σαλιγκάρι. Που θέλει «να μάθει και να μάθει από τους σπουδασμένους», που λέει κι ο Καβάφης. Κεφάλαιο2, λοιπόν:

« Το σαλιγκάρι που διψούσε να μάθει τους λόγους της βραδύτητας, ούτε αυτό είχε όνομα, κάτι που το προβλημάτιζε πολύ. Το θεωρούσε άδικο να μην έχει όνομα, κι όταν κάποιο απ’ τα πρεσβύτερα σαλιγκάρια  το ρωτούσε γιατί ήθελε να έχει όνομα, εκείνο, χωρίς να υψώσει τη φωνή, απαντούσε: ‘Γιατί ο χειμωνανθός λέγεται χειμωνανθός, κι έτσι, όταν βρέχει, ας πούμε, όλοι λέμε πως πάμε να προφυλαχθούμε κάτω απ’ τα φύλλα του χειμωνανθού. Μα και το νόστιμο λιονταρόδοντο λέγεται έτσι, λιονταρόδοντο, και γι’ αυτό, όταν πάμε να τσιμπήσουμε λίγο λιονταρόδοντο, δεν τρώμε τσουκνίδες κατά λάθος.»

            Το δικό του το όνομα του το δίνει μια χελώνα που συναντάει, όταν ξεκινάει το ταξίδι του για να μάθει τους λόγους της βραδύτητάς του. Μια χελώνα που ήξερε λίγο τους ανθρώπους και, βλέποντας το σαλιγκάρι να της κάνει τολμηρές ερωτήσεις, του είπε:
            « Όταν ένας άνθρωπος έχει τολμηρές ερωτήσεις, ας πούμε: « Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;» ή «Στ’ αλήθεια έχουμε όλα αυτά ανάγκη για να είμαστε ευτυχισμένοι;», τον λένε αντάρτη».
Τον βάφτισε, λοιπόν, Αντάρτη, το φίλο μας τον σαλίγκαρο.
Δε σταματάει εκεί το παραμύθι. Στο ταξίδι της γνώσης που έχει ξεκινήσει  το σαλιγκάρι μας θα μάθει για τον κίνδυνο που απειλεί το λιβάδι από την άσφαλτο που στρώνουν οι άνθρωποι, θα έρθει να ειδοποιήσει τα υπόλοιπα σαλιγκάρια, τα πρεσβύτερα θα το χλευάσουν και αρκετά από τα νεότερα θα το ακούσουν, για να ξεκινήσουν ένα ταξίδι προς τον τόπο της σωτηρίας τους, τη Χώρα του Λιονταρόδοντου, καθώς φαντάζονται. Ταξίδι – Οδύσσεια, με απώλειες, θυσίες, υπαναχωρήσεις, ελπίδες. Θα φτάσουν;
όλες οι εικόνες που συνοδεύουν την ανάρτηση είναι φωτογραφίες
από τα σχέδια του βιβλίου, που φιλοτέχνησε  η Ειρήνη Ελευθεριάδη

            Δε θα το μάθετε τώρα. Η απάντηση, πάντως, είναι απολύτως καβαφική – μια και τις προάλλες βλέπαμε τις επιρροές που έχει ασκήσει παγκοσμίως η Ιθάκη στην τέχνη και στη σκέψη των ανθρώπων.

            Λοιπόν, όχι μόνο τα παιδιά, όπως γράφατε σε προηγούμενα σχόλιά σας, αλλά και μεγάλοι – κυρίως μεγάλοι, θα έλεγα – έχουν ανάγκη από τα παραμύθια.

Πρόταση: Το παραμύθι είναι μικρό ( περίπου 70 μικρές σελίδες). Τι λέτε; Το παρουσιάζουμε σε μορφή θεατρικού αναλόγιου;

[ΣΗΜ: θεατρικό αναλόγιο: Η ανάγνωση ενός έργου που απευθύνεται σε κοινό, σε κάποιο ακροατήριο, από ηθοποιούς οι οποίοι δανείζουν στο κείμενο τη φωνή τους, αναδεικνύει τη ζωντάνια και την ιδιαιτερότητα της γραφής αυτής, χωρίς να προχωράει στη μορφή την οποία δημιουργεί η μεσολάβηση, το φίλτρο του σκηνοθέτη επάνω στη σκηνή.

2 σχόλια:

  1. "και μεγάλοι – κυρίως μεγάλοι, θα έλεγα – έχουν ανάγκη από τα παραμύθια."
    Απολύτως σωστός Διονύση. Περισσότερο από τα παιδιά τα έχουμε ανάγκη, πολύ όμορφο παραμύθι. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εμείς οι μεγάλοι, roadartist, καταφέραμε να προσδώσουμε στη λέξη αρνητική χροιά ( "Τι παραμύθια μου λες τώρα", "δεν πιστεύω στα παραμύθια των πολιτικών", "μη μας παραμυθιάζεις, ρε" κλπ)

      Τα θέλουν όλοι, αλήθεια;

      Φιλιά.

      Διαγραφή

γράψτε μας κάτι