αἰών παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων· παιδός ἡ βασιληίη. (Ηράκλειτος)
Ένα
παιδί που ρίχνει τα ζάρια ο χρόνος∙ αυτός έχει την εξουσία.
Και
καθώς ο κύριος Χρόνος μάς κύλησε στα τέλη του ιουνίου, καθώς πέρασε κι η
τελευταία μέρα των εξετάσεων και ήδη το δέρμα κάποιων συναντήθηκε με τις αμείλικτες
καλοκαιρινές ακτίνες, καθώς η β΄λυκείου αρχίζει να μετασχηματίζεται σε ανάμνηση
και να κουρνιάζουν μέσα μας πρόσωπα και στιγμές,
η
χρυσόσκονη λέει πως μέχρι εδώ ωραία τα κατάφερε: χρύσωσε τις νύχτες μας, απαλά,
διακριτικά, επίμονα, τρυφερά. Μας έφερε κοντά σε κείμενα, σε σκέψεις, αλλά και τον ένα στον άλλο. Μας βοήθησε
να νιώσουμε τη γοητεία της συνάντησης, της έκφρασης και της ανταλλαγής.
Και
αν από το Σεπτέμβρη δε θα μας αγκαλιάζει όλους μαζί η ίδια αίθουσα, είπαμε
μήπως, κάποιοι από μας, ξαναζωντανέψουμε τη χρυσόσκονη σα μια παρέα, μια παρέα
που διψάει να μάθει «μανταρίνι και άψινθο» (Ελύτης αυτό, Μαρία :-) ), μια παρέα που σχηματίστηκε σε μια τάξη
και που καθημερινά, με συνέπεια και επιμονή, γκρέμιζε τους τοίχους της, για να
κοινωνήσει το έξω με το μέσα, για να μπορεί να ταξιδεύει απερίσπαστη στο χώρο
και το χρόνο (κι ας λέει ο Ηράκλειτος) και να απολαμβάνει ό,τι μπορεί να
απολαύσει.
Παίρνει,
λοιπόν, η χρυσόσκονη τα κουβαδάκια της, μαγιό, ομπρέλα, φτυαράκια,
βατραχοπέδιλα και μάσκα και πάει να στήσει το αντίσκηνό της στις όχθες του
καλοκαιριού. Βλέπω το Σεπτέμβρη να μας κλείνει το μάτι. Θα δούμε αν θα του το
κλείσουμε κι εμείς, ε;
ΥΓ.
Πώς να κάνω εγώ την τελευταία ανάρτηση χωρίς να ευχαριστήσω όλους εσάς που
ταξιδέψαμε μαζί; Χωρίς να σας ξαναπώ μονότονα πόσο σας καμάρωνα και σας καμαρώνω,
πόσο από την ομορφιά σας δανείστηκε η χρυσόσκονή μας;
Καλό
καλοκαίρι.