Δε σας λείψαν τα μαθήματα; ( Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να
απαντήσετε!)
Αμετανόητος, λέω να κάνουμε ένα ακόμα. Ας δούμε σήμερα πώς ένας
συγγραφέας λογοτεχνίας μάς προσφέρει ένα περισκόπιο για να «διαβάζουμε» τον
κόσμο και ταυτόχρονα τις οδηγίες για τη χρήση του. Κι ας το δούμε μέσα από ένα
παράδειγμα του Μίλαν Κούντερα, του φοβερού Τσέχου συγγραφέα που αυτές τις μέρες
μετά από καιρό μάλιστα θα κυκλοφορήσει και νέο βιβλίο.
Ξεκινώντας
τη Βραδύτητα του Κούντερα ερχόμαστε αμέσως σ’ επαφή με τη δύναμη ενός κειμένου
μ’ έντονα σημειολογικά και ψυχογραφικά στοιχεία. Στην πρώτη κιόλας σελίδα
έχουμε μια εικόνα. Μια απλή, καθημερινή εικόνα
που προκαλεί ένα μάλλον απλό προβληματισμό στην ηρωίδα. Ο προβληματισμός
αυτός, με όλη την απλότητά του λειτουργεί σαν το πρώτο σκαλοπάτι, για να
προχωρήσουμε τη σκέψη μας πιασμένοι από το χέρι του συγγραφέα.
«Μας ήρθε ξαφνικά η διάθεση να
περάσουμε από νωρίς τη νύχτα σ’ ένα πύργο. Πολλοί πύργοι στη Γαλλία έχουν γίνει
ξενοδοχεία: ένα τετράγωνο όλο πράσινο, χαμένο σε μια έκταση όλο ασκήμια χωρίς
πράσινο· ένα κομματάκι από αλέες, δέντρα και πουλιά στη μέση ενός απέραντου
δικτύου από δρόμους. Οδηγώ και, στο καθρεφτάκι, προσέχω πίσω μου ένα
αυτοκίνητο. Ο οδηγός περιμένει την ευκαιρία να με προσπεράσει· παραμονεύει αυτή
τη στιγμή όπως το αρπαχτικό παραμονεύει ένα σπουργίτι.
Η Βέρα, η γυναίκα μου, μου λέει:
«Κάθε πενήντα λεπτά πεθαίνει κι ένας άνθρωπος στους δρόμους της Γαλλίας. Για
κοίτα όλους αυτούς τους τρελούς που τρέχουν γύρω μας. Είναι οι ίδιοι που
γίνονται υπερβολικά συνετοί όταν κακοποιείται κάποια γριά μπροστά στα μάτια
τους στο δρόμο. Τι συμβαίνει και δεν φοβούνται όταν βρίσκονται στο τιμόνι;» (σελ.7)
Δοκίμιο
και λογοτεχνία συγχέονται (γλυκά…) πλέον, όταν ο αφηγητής θα αποπειραθεί να
δώσει μιαν απάντηση στο ερώτημα της γυναίκας του, που τώρα μπορεί να είναι και
δικό μας. Ο αφηγητής – οδηγός «διαβάζει» την εικόνα με τα μάτια της σκέψης του,
αποπειράται να αναλύσει, να ερμηνεύσει ένα απλό ερώτημα που του προσφέρει η
πραγματικότητα που βιώνει. Τι συμβαίνει, λοιπόν, γι’ αυτόν; «Δεν φοβούνται όταν
βρίσκονται στο τιμόνι;»
«Τι
να απαντήσεις; Μάλλον το εξής: ο άνθρωπος που σκύβει πάνω στη μοτοσικλέτα του
δεν μπορεί να συγκεντρωθεί παρά μόνο στην παρούσα στιγμή της πτήσης του·
γαντζώνεται πάνω σ’ ένα κλάσμα του χρόνου αποκομμένο και από το παρελθόν και
από το μέλλον· αποσπάται από τη συνέχεια του χρόνου· είναι εκτός χρόνου· μ’
άλλα λόγια, βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης· σ’ αυτή την κατάσταση, δεν ξέρει
τίποτα για την ηλικία του, δεν ξέρει τίποτα για τη γυναίκα του, τίποτα για τα
παιδιά του, τίποτα για τις σκοτούρες του, και ως εκ τούτου δεν φοβάται, διότι η
πηγή του φόβου βρίσκεται στο μέλλον, και όποιος απελευθερώνεται από το μέλλον
δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.
Η
ταχύτητα είναι μορφή έκστασης που την έκανε δώρο στον άνθρωπο η τεχνολογική
επανάσταση. Σε αντίθεση με τον μοτοσικλετιστή, ο δρομέας είναι πάντοτε παρών
στο σώμα του, αφού είναι αναγκασμένος να σκέφτεται ασταμάτητα τις φουσκάλες
του, το λαχάνιασμά του· όταν τρέχει, αισθάνεται το βάρος του, την ηλικία του,
έχοντας όσο ποτέ άλλοτε συνείδηση του εαυτού του και του χρόνου της ζωής του.
Όλα αλλάζουν όταν ο άνθρωπος εκχωρεί την ικανότητά του για ταχύτητα σε μια
μηχανή: από εκείνη τη στιγμή το σώμα του βρίσκεται εκτός παιχνιδιού και
παραδίδεται σε μια ταχύτητα που είναι ασώματη, άυλη, ταχύτητα αμιγής, ταχύτητα
καθαυτήν, ταχύτητα έκσταση.» (σελ.8-9)
Βέβαια, η ανάλυση του αφηγητή
επιλέγει μιαν οδό που οδηγεί στην ταχύτητα, στην έννοια της ταχύτητας. Αυτή
επέλεξε, γιατί ξέρει πολύ καλά πού θέλει να οδηγήσει το κείμενό του, τη σκέψη
του, εσένα. Αυτός, άλλωστε, χτίζει εξαρχής το έργο, αυτός είναι ο δημιουργός
που ορίζει τη μορφή, που πλάθει τη μορφή.
Κι
αν εμάς η ανάλυσή του δε μας ικανοποιεί, ακόμα καλύτερα! Φαίνεται – αφού
διαμορφώσαμε κιόλας δική μας ερμηνεία – πως αρχίζει και μας κολλάει το κουσούρι
της ανάγνωσης των εικόνων του κόσμου. Πως αρχίζουμε και οικειοποιούμαστε τον
πλούτο του υπεδάφους, πως, δημιουργώντας ρωγμές στην επιφάνεια των πραγμάτων, αγγίζουμε
τις πρώτες υδάτινες, καθάριες φλέβες. Θέλω να πω πως ο συγγραφέας πολλές φορές μας
προσφέρει ένα περισκόπιο και ταυτόχρονα μια μέθοδο χρήσης του προκαλώντας μας
σε μιαν – τουλάχιστον απολαυστική – ανάγνωση του κόσμου.
Τι
λέτε; Έτσι είναι; Το έχετε παρατηρήσει σε άλλα σας διαβάσματα;
(
Και, μεταξύ μας, καλός ο Κούντερα, ε; Αν σας μπήκε η ιδέα να διαβάσετε κάποιο
δικό του, μπορείτε να αρχίσετε με το «Βαλς του αποχαιρετισμού» ή το «Η ζωή
είναι αλλού» )