Ένας κολομβιανός συγγραφέας, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες,
πριν λίγες μέρες πεθαίνει και το γεγονός αυτό γίνεται πρώτη είδηση στα ΜΜΕ όλου
του κόσμου.
Παγκόσμια
συγκίνηση. Εκατομμύρια κόσμου θρηνεί, διάσημοι και άσημοι μιλάνε γι’ αυτόν με
τρυφερότητα και έντονη συγκίνηση. Οι κυβερνήσεις της Κολομβίας αλλά και του
Μεξικού (ζούσε εκεί πάνω από 50 χρόνια) αναλαμβάνουν από κοινού τη νεκρώσιμη τελετή,
όπου τον αποχαιρετούν οι πρόεδροι των δύο χωρών. Τριήμερο εθνικό πένθος στην
Κολομβία, μεσίστιες οι σημαίες στα δημόσια κτίρια. Συλλυπητήρια από τον πρόεδρο
των ΗΠΑ και εκατοντάδων άλλων χωρών. Δηλώσεις, αποτιμήσεις του έργου του,
εκδηλώσεις λατρείας, χιλιάδες κίτρινα τριαντάφυλλα, που ήταν τα αγαπημένα του –
πώς το ‘ξεραν τόσοι; - αποθέτουν στην τεφροδόχο του, ακουμπούν στα μέρη που
πέρασε, έζησε, αγάπησε.
Κι όμως.
Ήταν «μόνο» ένας συγγραφέας. Ένας άνθρωπος που έγραφε ιστορίες, παραμύθια, όπως
υποτιμητικά λένε καμιά φορά.
Δεν ξέρω αν
εξηγείται αλλιώς. Φαίνεται πως μπορεί να γίνει τεράστια η δύναμη που κρύβουν
κάποιες απ’ αυτές τις ιστορίες. Φαίνεται πως μπορούν να καθρεφτίζουν την ίδια
μας την ψυχή, να νοηματοδοτούν τον κόσμο μας, να θρέφουν τα όνειρα και να μας
προσφέρουν τον ουρανό που ζητάμε για να ζήσουμε. Φαίνεται πως προσφέρουν το ευ
ζην.
Καθώς βλέπω
στις ειδήσεις τους επίσημους και τους πολιτικούς να βγάζουν λόγους για το μεγάλο συγγραφέα,
κρυφά και πονηρά του κλείνω το μάτι. Δε χρειάζεται να του το πω, το ξέρει. Νικάμε, Γκάμπο, υποκλίνονται στις ιστορίες,
υποκλίνονται στα παραμύθια, σαν την ηλιαχτίδα πάνω στα σκεπάσματα η ομορφιά: κανένα δεν μπορεί να τη
σκεπάσει.
( Εσείς; Θα μπορούσατε να εξηγήσετε αλλιώς την τεράστια θέση
που μπορεί να πάρει στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων ένας άνθρωπος που απλώς
γράφει ιστορίες;)